σκληροκόκαλος

σκληροκόκαλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σκληρά κόκαλα, γερό κόκαλο, σκληραγωγημένος, δυνατός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκληροκόκαλος — η, ο δυνατός, σκληραγωγημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”